Το Πανηγύρι του χωριού, μία «εκδρομή» στην Ελληνική παράδοση
Στα μέσα του Αυγούστου την Παναγιά γιορτάζουν. Πάσχα του καλοκαιριού η γιορτή της Θεοτόκου.
Οι ξεσπιτωμένοι αγρότες λίγες μέρες πριν το δεκαπενταύγουστο, αφήνουν τον κάμπο και γυρίζουν στο κονάκι τους, να ετοιμαστούν και να ετοιμάσουν για το πανηγύρι. Οι κοπελιές θα πάνε στην πόλη ν’ αγοράσουν καινούρια ρούχα και καλά παπούτσια, οι μανάδες θα πλύνουν, θα καθαρίσουν το σπίτι και θα βγάλουν από την κασέλα τη γιορτιάτικη αλλαξιά. Το πανηγύρι στο χωριό είναι εκδρομή στην παράδοση, είναι ταξίδι στο χρόνο είναι ακόμα γιορτή της Παναγίας και όχι απλά εποχή των διακοπών.
Συγγενείς και φίλοι από τα γύρω χωριά αλλά και από μακριά θα φιλοξενηθούν στα φτωχικά τους.
Στο σπίτι της Μήτραινας, ο σεβαστότερος επισκέπτης είναι ο πατέρας της, ο μπάρμπα Βαγγέλης. Έρχεται από μια μέρα δρόμο μακριά. Φορτώνει τη γαϊδάρα του με σπιτικά καρύδια, τσίγαλα, κυδώνια, αγοράζει και κάμποσες τσαπέλες ξερά σύκα από το μπακάλη του μαχαλά του, βάζει μισή αρμάθα καπνό στο κόρφο για να έχει μπόλικο χαρμάνι για τα κλωστά τσιγάρα του, φορτώνεται και αυτός μεσοσάμαρα και ανάρια –ανάρια το χωματόδρομο πάει να δει τη χήρα κόρη του, τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Κοντόσωμος, αδυνατούλης, με πολλά χρόνια φορτωμένος στην πλάτη του, με τη σκούρα τραγιάσκα στο κεφάλι του, με τη γυαλισμένη μπαστούνα στο χέρι του και με το παρδαλό μαντίλι τριγωνικά στο λαιμό δεμένο για να μαζεύει τον καλοκαιριάτικο ιδρώτα, φτάνει πρώτος στο πανηγύρι.
Την παραμονή της Παναγίας ξετρυπώνει από τον τορβά ένα κερί, τυλιγμένο σε εφημερίδα, που από το σπίτι του το κουβαλάει μαζί του, για τάμα στην Μεγαλόχαρη και με την πρώτη καμπάνα κούτσα-κούτσα σπρώχνει το καταπονημένο κορμί του για την εκκλησιά. Θέλει να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Κοντεύει τα ενενήντα και του χρόνου δεν ξέρει αν θα ζει για να ξανάρθει.
Την ημέρα της Παναγίας ο κόσμος είναι πολύς στην εκκλησιά και η ηλικία, αντάμα με τα κουσούρια του, δεν του επιτρέπουν να ανακατεύεται μαζί τους γι’ αυτό προτιμά την παραμονή να μεταλάβει. Να μην έρχονται τα ρημάδια τα γερατειά. Ο Θεός σε κάνει άνθρωπο και κείνα σε μασκαρεύουν. Σου παίρνουν τη δύναμη από τα ποδάρια, τα δόντια από το στόμα, τη λαλιά από τη γλώσσα, το φως από τα μάτια, τη λογική από το μυαλό.
Ομάδες γυναικών του χωριού, με προσοχή και σχολαστικότητα καθαρίζουν και φροντίζουν, από μέρες τώρα, τις εικόνες, τα καντήλια, τα μανουάλια, τα στασίδια, τα παράθυρα, τις αυλές, τα πεζούλια και τους γύρω χώρους της εκκλησιάς. Έθιμο παλιό το προσκύνημα στην Παναγία. Στη χάρη της όλοι συγκεντρώνονται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες στο χωριό, να πάνε στην εκκλησιά, να ευχαριστήσουν την Μάνα του Χριστού για κάτι που τους έκανε και να την ικετέψουν για κάτι που θέλουν να τους κάνει.
Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, γραμματισμένοι και αγράμματοι, γονατίζουν ευλαβικά μπροστά στην πάνσεπτη εικόνα της και ανάβουν το αγιοκέρι της πίστης και της αγάπης.
Το βράδυ της παραμονής οι καμπάνες χτυπούν γιορταστικά. Ο παπάς του Χωριού με πολλούς ψαλτάδες περιωπής, ψάλλουν τον πανηγυρικό εσπερινό, και ακολουθεί θείο κήρυγμα από τον ιεροκήρυκα της μητρόπολης. Γίνεται περιφορά της εικόνας στους κεντρικούς δρόμους του χωριού και όλος ο κόσμος με σεβασμό συμμετέχει στη λιτανεία.
Ανήμερα της Παναγίας μετά την εορταστική θεία λειτουργία σε κάθε σπίτι στρώνεται πλούσιο τραπέζι με ντόπια κοψίδια από φαμιλιάρικα σφαχτά. Γνήσια καμποχωρίτικα μαγειρέματα από αγνά προϊόντα του τόπου τους. Γαλατόπιτες, τυρόπιτες, κοτόπιτες και πολλών ειδών χορτόπιτες, φουρνισμένες στο μεγάλο στρογγυλό σινί ανοίγουν την όρεξη στους καλεσμένους αλλά και τους σπιτικούς.
Μιλάνε για τα τωρινά. Λένε για τα παιδιά τους, για τις νυφαδιές και τα εγγόνια τους. Είναι γι’ αυτούς αξέχαστη χαρά το πανηγύρι. Λίγη ξεκούραση, λίγη ξεγνοιασιά, μια κοσμαντάμωση για να νιώσουν και κείνοι ότι είναι άνθρωποι και ότι δε ζούνε μόνο για να σκάβουν το χώμα, αλλά και να συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους.
Το απόγευμα φοράνε τα καλά τους και βγαίνουν μαζί με τους μουσαφιραίους στο μεσοχώρι. Οι κοφτές κοντόδρομες βόλτες στο πλακόστρωτο της πλατείας, τα γλυκοκοιτάγματα, τα νόστιμα πειράγματα και τα χαμόγελα δίνουν και παίρνουν ανάμεσα στις όμορφες και τους υποψήφιους γαμπρούς. Ζεστές καλοκαιριάτικες μέρες για προξενιά, αρραβωνιάσματα και ζευγαρώματα.
Οι σύλλογοι οργανώνουν τοπική θεατρική παράσταση και φέρουν τον καραγκιοζοπαίχτη από την πόλη να διασκεδάσει με τα αστεία του μικρούς και μεγάλους. Έρχονται μικροπωλητές με παιχνίδια, ζαχαρτζήδες με καραμέλες, παστέλια και χαλβά. Τα λιανοπαίδια παίζουν αλάρωτα ανάμεσα στις γεμάτες με πραμάτεια τάβλες, έχοντας πάντα στο μυαλό τους τα γλειφιτζούρια και τα ζαχαρκά.
Τα τραπέζια στο μεσοχώρι στρωμένα με καρό τραπεζομάντιλα και οι καρέκλες ντυμένες με άσπρα πανιά δεμένα στην πλάτη, δείχνουν την επισημότητα της ημέρας. Οι μαγαζάτορες και τα γκαρσόνια με ζωσμένες τις ποδιές και ανασκουμπωμένα τα μανίκια, με ευγένεια, πλατύ χαμόγελο και φιλική διάθεση, σερβίρουν ψητά, ποτά και δροσερά αναψυκτικά.
Οι φιλικές παρέες σμίγουν και στρογγυλοκάθονται, τρώνε, πίνουν και ακούνε τους οργανοπαίχτες και τους τραγουδιστάδες που σεργιανίζουν με φαντασία την καμπίσια παράδοση. Οι μερακλήδες χορεύουν βαριά λεβέντικα τραγούδια που ξυπνάνε μέσα τους νεανικά σκιρτήματα. Οι ξενιτεμένοι παίρνουν παραπονιάρικα που αναφέρονται στο ασίγαστο όνειρο του γυρισμού στη μάνα Πατρίδα. Η επιστροφή στους γενέθλιους τόπους έγινε πόθος και καημός.
Οι λογοδοσμένοι παραγγέλνουν ερωτιάρικα της καρδιάς και οι νιόπαντροι τραγούδια της χαράς. Ο διπλός χορός συνεχίζεται και πέρα απ’ τα μεσάνυχτα. Για ντέφι και κλαρίνο λαχταράει η ψυχή του καμποχωρίτη. Τα περισσότερα ηπειρώτικα τραγούδια χορεύονται αργά. Ώσπου να σηκώσεις το ένα πόδι φυτρώνει το άλλο. Δίνουν όμως ενέργεια και δύναμη, παλικαριά και πείσμα για τη ζωή, αγάπη και πόνο για τον τόπο. Ο καμποχωρίτης το νιώθει, το ζει το τραγούδι και όταν το χορεύει βγάζει ένα παράξενο συναίσθημα από μέσα του, πως το λένε δεν ξέρω. Ξέρω όμως να σας πω, ότι οι χτύποι της καρδιάς του αλλάζουν και ρυθμό και ήχο· συγχρονίζονται με τις κινήσεις του σώματος, των χεριών, του νου, της σκέψης, και της φαντασίας τη στιγμή εκείνη.
Κρατιέται σφιχτά από το μαντήλι του δεύτερου στη σειρά χορευτή της παρέας και αργά, με λυγισμένα τα γόνατα με χαμηλωμένα τα μάτια και με φωνή που βγαίνει από τα φυλλοκάρδια του, στριφογυρίζει στη μύτη του ενός παπουτσιού λες και θέλει να βιδωθεί στη γη που τον γέννησε.
Σε κάθε του γύρα πετάει και κάμποσα χαρτονομίσματα, έτσι για ξαλάφρωμα του μέσα του, ξεσηκώνει τους οργανοπαίχτες από το πατάρι και δίνει καινούρια παραγγελιά. Το μεράκι δεν έχει τελειωμό. Η μουσική καλλιεργεί το συναίσθημα και την αισθητική. Απαλαίνει τον πόνο και την ψυχή. Η χαρά και το κέφι δένουν με την αυθόρμητη διασκέδαση και δίνουν ιδιαίτερο τόνο στο καλοκαιριάτικο αντάμωμα της Παναγίας.
Αργά τα μεσάνυχτα ο κόσμος αργεύει. Οι φιλοξενούμενοι φεύγοντας αγοράζουν και κάτι από τους απλωμένους πανηγυριώτικους μπάγκους των πλανόδιων πωλητών για τα μικροπαίδια, που έμειναν με τις γιαγιούλες στο σπίτι και περιμένουν καλά νέα και πολλά καλούδια από το πανηγύρι. Ευχαριστημένοι και ενθουσιασμένοι από τη φιλοξενία και τη διασκέδαση, ανταλλάζουν ευχές και φιλοφρονήσεις με τους συγγενείς και φίλους τους. Εύχονται του χρόνου, καλή αντάμωση και μέχρι τότε να ακούγεται το καλό στα σπιτικά τους. Τα χαράματα τα βιολιά και τα νταούλια σταματούν. Αφού ακουστούν και τα τελευταία βαριά ηπειρώτικα « άσματα της τάβλας», τραγουδισμένα από όλους μαζί τους κεφάτους ντερτιλήδες, ακολουθούν υποσχέσεις για καλύτερη οργάνωση την επόμενη φορά, με περισσότερο ντόπιο κρασί, κέφι, και χορό. Το πανηγύρι κάπου εδώ τελειώνει, ενώ ο απόηχος του θα ακούγεται για πολύ ακόμα καιρό.
Μετά το δεκαπενταύγουστο το χωριό μπαίνει στο ρυθμό της καθημερινότητας. Το ανθρώπινο μελίσσι ξανά σκορπάει στις δουλειές. Οι βοσκοί στα πρόβατα, στα βόδια και στις γελάδες τους, οι οικοδόμοι στα γιαπιά και οι δουλευτάδες της γης στα χωράφια τους, εκεί πλάι στους μπαξέδες. Η δουλειά έμεινε πίσω λόγω πανηγυριού. Οι φασουλιές με τα μαυρομάτικα θέλουν καλάμωμα και οι ντοματιές το δεύτερο δέσιμο στη λευτοκαρίσια βέργα. Η τελευταία σκάλα από γίγαντες θέλει σκάλισμα και κάποια άλλη πότισμα και βοτάνισμα.
Στις ατέλειωτες δουλειές, κάθε μέρα, μπαίνουν και καινούριες. Έχει όμως ο Θεός. Όλα θα γίνουν. Υγεία να έχουμε και η χάρη της Παναγίας θα βοηθήσει και τώρα, όπως όλο τον καιρό, να μαζευτούν οι δουλειές. Αληθινοί άνθρωποι, από γερό σκαρί φτιαγμένοι και με διαφορετική σκέψη.
Μοιάζουν σαν τα στάχυα. Όσο μεγαλώνουν τόσο ωριμάζουν και βαθύτερα γέρνουν το κεφάλι τους· κοιτάζοντας τη γη που τους θρέφει γίνονται ταπεινότεροι και γιορτάζουν ομορφότερα και αγιότερα τα πανηγύρια και τις χαρές τους.
Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Μ. ΦΙΛΙΟΣ, Καθηγητής Μ.Ε. – Οικονομολόγος
http://ligapola.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου